στερήσει

στερήσει
στέρησις
deprivation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
στερήσεϊ , στέρησις
deprivation
fem dat sg (epic)
στέρησις
deprivation
fem dat sg (attic ionic)
στερέω
deprive
fut ind pass 2nd sg
στερέω
deprive
aor subj act 3rd sg (epic)
στερέω
deprive
fut ind mid 2nd sg
στερέω
deprive
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθυστερήσει — καθυστερέω fall behind aor subj act 3rd sg (epic) καθυστερέω fall behind fut ind mid 2nd sg καθυστερέω fall behind fut ind act 3rd sg καθυστερέω fall behind aor subj act 3rd sg (epic) καθυστερέω fall behind fut ind mid 2nd sg καθυστερέω fall… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήσει — ὑστέρημα shortcoming fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑστερήσεϊ , ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (epic) ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (attic ionic) ὑστέρησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑστερήσεϊ , ὑστέρησις fem dat sg (epic) ὑστέρησις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • ύλλος — Γιος του Ηρακλή από τη Δηιάνειρα, σύζυγος της Ιόλης. Υιοθετήθηκε από τον Αιγίμιο, βασιλιά των Δωριέων της Θεσσαλίας, και ηγήθηκε εκστρατείας Δωριέων στην Πελοπόννησο, για ν’ αποκατασταθεί στο θρόνο της Τίρυνθας, που είχε στερήσει ο Ευρυσθέας από… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεκδίκηση — η η απαίτηση από κάποιον, συνήθως με δικαστικό αγώνα, αγαθού που του το έχουν στερήσει: Η διεκδίκηση των πατρικών του δικαιωμάτων μετά το διαζύγιο, έγινε μέσω της δικαστικής οδού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”